Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκζητητής — ἐκζητητής, ο (Α) ερευνητής … Dictionary of Greek
ἐκζητητής — searcher out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκζητηταί — ἐκζητητής searcher out masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)